έλαση

έλαση
η (AM ἔλασις)
νεοελλ.
1. η έλξη οχήματος από ζώο
2. σφυρηλασία μετάλλων
3. μηχανική κατεργασία, σφυρηλάτηση μετάλλων για κατασκευή ελασμάτων, σύρματος κ.λπ. || αρχ.-μσν. αρπαγή, απαγωγή ως λεία
αρχ.
1. απέλαση, εκδίωξη, εξορία
2. πορεία στρατού, εκστρατεία
3. παρέλαση, πομπή
4. παρακίνηση αλόγου να τρέξει
5. έφοδος ιππικού
6. ιππασία, ιππηλασία
7. μτφ. χτύπημα με το χέρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έλαση — η μηχανική κατεργασία μετάλλου με συνεχή συμπίεση σε θερμή ή ψυχρή κατάσταση μεταξύ δύο παράλληλων κυλίνδρων που στρέφονται αντίθετα, για κατασκευή διάφορων σιδηρικών ειδών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλάσῃ — ἐλάσηι , ἔλασις driving away fem dat sg (epic) ἐλαύνω drive aor subj mid 2nd sg ἐλαύνω drive aor subj act 3rd sg ἐλαύνω drive fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάσηι — ἔλασις driving away fem dat sg (epic) ἐλάσῃ , ἐλαύνω drive aor subj mid 2nd sg ἐλάσῃ , ἐλαύνω drive aor subj act 3rd sg ἐλάσῃ , ἐλαύνω drive fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλασμα — Το πλατύ μέρος του φύλλου, το κυρίως φύλλο. Κάθε πλατύ φύλλο αποτελείται από τρία μέρη, τον κολεό, τον μίσχο και το έ. Πολλά φυτά που δεν έχουν έ. διαθέτουν βελονοειδή ή κυλινδρικά φύλλα. Τα φύλλα που έχουν έ. μπορεί να φέρουν μίσχο και τότε… …   Dictionary of Greek

  • ελατότητα — Η ιδιότητα ενός υλικού να μπορεί να διαμορφωθεί με σφυρηλάτηση ή με έλαση (συνεχή συμπίεση σε θερμή ή ψυχρή κατάσταση, ανάμεσα σε δύο παράλληλους κυλίνδρους που στρέφονται αντίθετα) και να μεταβληθεί εύκολα, χωρίς να σπάει, σε φύλλα. Η ε. είναι… …   Dictionary of Greek

  • άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… …   Dictionary of Greek

  • ελασμός — ἐλασμός, ο (Α) 1. έλαση, εκδίωξη 2. έλασμα, φύλλο μετάλλου …   Dictionary of Greek

  • λάμα — I Βουδιστές ιερείς. Βλ. λ. λαμαϊσμός· Δαλάι Λάμα. II Ποταμός της Ρωσίας, στις περιοχές Μόσχα και Καλίνιν. Βλ. λ. Μόσκοβας. * * * (I) η μικρή, λεπτή μετάλλινη πλάκα κοπτικού εργαλείου («λάμα μαχαιριού») 2. μικρό ξυραφάκι, λεπίδα που τοποθετείται… …   Dictionary of Greek

  • μαλακτικότητα — η [μαλακτικός] 1. η ικανότητα για μάλαξη, για μαλάκωμα 2. (μεταλργ.) η ιδιότητα τών μετάλλων να διαπλατύνονται και να διαμορφώνονται σε φύλλα με σφυρηλάτηση ή με έλαση …   Dictionary of Greek

  • μαλακτός — ή, ό (AM μαλακτός, ή, όν, Μ και μαλαχτός, ή, όν) [μαλάσσω] αυτός που μπορεί να μαλαχθεί, να μαλακώσει, εύπλαστος νεοελλ. (μεταλργ.) αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία με σφυρηλάτηση ή με έλαση. επίρρ... μαλακτά (Μ) ήρεμα, με ήπιο τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”